τετραγονία

From LSJ

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετραγονία Medium diacritics: τετραγονία Low diacritics: τετραγονία Capitals: ΤΕΤΡΑΓΟΝΙΑ
Transliteration A: tetragonía Transliteration B: tetragonia Transliteration C: tetragonia Beta Code: tetragoni/a

English (LSJ)

ἡ, a fourth generation, Aristid.Or.38(7).5; εὐγενεῖς ἐκ -γονίας Lib. Or.42.22.

Greek (Liddell-Scott)

τετραγονία: ἡ, τέσσαρες γενεαί, τετραγονίαν τοιάνδε οὐδείς πω ἤκουσεν οὐδὲ διηγήσατο Ἀριστείδ. 1. 42.

Greek Monolingual

ἡ, Α
τέσσερεις γενεές ή η τέταρτη γενεά (α. «τετραγονίαν τοιάνδε οὐδείς πω ἤκουσεν», Αριστείδ.
β. «εὐγενεῖς ἐκ τετραγονίας», Λιβάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -γονία (< -γόνος < γόνος < γίγνομαι), πρβλ. δεκαγονία].