τετρακότυλος
From LSJ
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
English (LSJ)
[ῡ] ον, holding four κοτύλαι, κύλιξ Hp. Int. 28, Theophil. 2, cf. Alex. 176, PSI 5.535.7 (iii BC), Inscr.Délos 1429 Bi 54 (ii BC), 1432 Ab ii 28 (ii BC).
German (Pape)
[Seite 1098] vier Kotylen haltend; κύλιξ, Theophil. com. bei Ath. XI, 472 d; κώθων, Alexis ib. p. 483 e.
Greek (Liddell-Scott)
τετρᾰκότῠλος: -ον, ὁ χωρῶν τέσσαρας κοτύλας· κύλιξ Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι ἢ Ἐρίθοις» 5.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που μπορεί να χωρέσει τέσσερεις κοτύλες («τετρακότυλος κύλιξ», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -κότυλος (< κοτύλη «μικρό αγγείο, μέτρο υγρών»), πρβλ. πεντακότυλος.