τιθυμαλίς
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
English (LSJ)
ἡ, = τιθυμαλλίς.
German (Pape)
[Seite 1113] ίδος, ἡ, = τιθύμαλος παράλιος, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
τῐθῠμᾱλίς: -ίδος, ἡ, = τιθύμαλος, παράλιος Διοσκ. 4. 165, πρβλ. Ἱππ. 263. 38.