τιμωρητήρ
From LSJ
τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings
English (LSJ)
τιμωρητῆρος, ὁ, avenger, Hdt.5.80.
German (Pape)
[Seite 1116] ῆρος, ὁ, = Folgdm, Her. 5, 80.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
défenseur, protecteur.
Étymologie: τιμωρέω.
Russian (Dvoretsky)
τῑμωρητήρ: ῆρος ὁ заступник, защитник или мститель Her.
Greek (Liddell-Scott)
τῑμωρητήρ: ῆρος, ὁ ὁ ἐκδικητής, Ἡρόδ. 5. 80.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
εκδικητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμωρῶ + επίθημα -τήρ (πρβλ. τιμητήρ)].
Greek Monotonic
τῑμωρητήρ: -ῆρος, ὁ, εκδικητής, σε Ηρόδ.