τοίχωμα
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
Greek Monolingual
το, Ν
1. τοίχος, τοιχοδομή
2. επιφάνεια με την οποία περιορίζεται ένας χώρος ή μια κοιλότητα, η πλευρά οποιασδήποτε κοιλότητας (α. «τα τοιχώματα του δοχείου» β. «τα τοιχώματα του σκάφους»)
3. ανατ. ονομασία επιφανειών που περιορίζουν διάφορες κοιλότητες του σώματος (α. «θωρακικό τοίχωμα» β. «κοιλιακό τοίχωμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοίχος, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. τοιχώνω. Η λ., στον πληθ. τοιχώματα, μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολη].