τολμητής
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
τολμητοῦ, ὁ, bold, venturous man, Th.1.70, Ph.2.72, J.AJ20.9.1, Adam.2.5; θυμὸς τ. AP9.678.
German (Pape)
[Seite 1126] ὁ, ein dreister, verwegener Mensch, ein Wagehals; Thuc. 1, 70; καὶ φιλοκίνδυνος, Plut. Mar. 46; auch adjectivisch, θυμός, Ep. ad. (IX, 678).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
homme audacieux, entreprenant.
Étymologie: τολμάω.
Russian (Dvoretsky)
τολμητής:
1 отважный, смелый (θυμός Anth.);
2 дерзновенный, своевольный NT.
οῦ ὁ отважный человек, храбрец, смельчак Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
τολμητής: -οῦ, ὁ, ὁ τολμῶν, τολμηρός, ῥιψοκίνδυνος, «ἀπόκοτος», Θουκ. 1. 70· τ. θυμὸς Ἀνθ. Π. 9. 678.
English (Strong)
from τολμάω; a daring (audacious) man: presumptuous.
English (Thayer)
τολμητου, ὁ (τολμάω), a daring man: Thucydides 1,70; Josephus, b. j. 3,10, 2; Philo de Joseph., § 38, Plutarch, Lucian).
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ τολμῶ
τολμηρός, ριψοκίνδυνος.
Greek Monotonic
τολμητής: -οῦ, ὁ (τολμάω), τολμηρός, ριψοκίνδυνος άνθρωπος, σε Θουκ.
Middle Liddell
τολμητής, οῦ, ὁ, τολμάω
a bold, venturous man, Thuc.
Chinese
原文音譯:tolmht»j 拖而姆帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:敢(者)
字義溯源:勇敢的人,膽大,膽大的人;源自(τολμάω)=冒險,付諸行動),而 (τολμάω)出自(τόκος)X*=勇敢)
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 膽大(1) 彼後2:10