τορνευτικός
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
τορνευτική, τορνευτικόν, of or for turning on a lathe: ἡ τορνευτική (sc. τέχνη) v.l. for τορευτικός in M.Ant.5.1.
German (Pape)
[Seite 1130] zum Drehen, Drechseln gehörig, geschickt, M. Ant. 5, 1.
Greek (Liddell-Scott)
τορνευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἡ ἁρμόζων εἰς τὸ τορνεύειν, στρέφειν τὸν τόρνον· ἡ τορνευτικὴ (ἐξυπακ. τέχνη) Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 5. 1.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τορνευτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ τορνεύω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τορνευτή («τορνευτικά εργαλεία»)
2. το θηλ. ως ουσ. η τορνευτική
η τέχνη του τορνευτή.