τρεχιό

From LSJ

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source

Greek Monolingual

το, Ν
τρέξιμο, τρεχάλα, τρεχαλητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. < ρ. τρέχω (πρβλ. φεύγω: φευγιό)].