τρισκαίδεκα
From LSJ
Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort
English (LSJ)
and compds., v. τρεισκαίδεκα and compds.
French (Bailly abrégé)
c. τρεισκαίδεκα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρισκαίδεκα zie τρεισκαίδεκα.
German (Pape)
indecl., dreizehn, statt τριακαίδεκα; Il. 5.387, Od. 24.340; Lobeck Phryn. 409.
Russian (Dvoretsky)
τρισκαίδεκα: οἱ, αἱ, τά Hom. etc. = τρεισκαίδεκα.
Greek (Liddell-Scott)
τρισκαίδεκα: ἴδε τρεισκαίδεκα.
Greek Monolingual
οἱ, αἱ, τὰ, ουδ. και τριακαίδεκα, Α
βλ. τρεισκαίδεκα.
Greek Monotonic
τρισκαίδεκα: βλ. τρεισ-καίδεκα.
Lexicon Thucydideum
tredecim, thirteen, 3.69.1. 3.79.2, [vulgo commonly τρεῖς καὶ δέκα] 8.22.1. 8.88.1. [praeterea vulgo moreover in the common texts 6.74.2, ubi nunc where now τρεῖς καὶ δέκα.]