τροπίζω
From LSJ
ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend
English (LSJ)
furnish with a keel, ναῦς ἱκανῶς τετροπισμένη Hp. Ep.14.
Greek (Liddell-Scott)
τροπίζω: ἐφοδιάζω μὲ τρόπιν, ναῦν ἱκανῶς τετροπισμένην Ἱππ. 1276. 50.
Greek Monolingual
ΝΑ τρόπις / -ιδα]
νεοελλ.
ναυτ. (σχετικά με ιστιοφόρο) τοποθετώ σε πλάγια θέση ώσπου να φτάσει η τρόπιδα στην επιφάνεια του νερού, προκειμένου να καθαρίσω τα ύφαλα
αρχ.
(σχετικά με πλοίο) τοποθετώ τρόπιδα.