τρυγήσιμος

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρυγήσιμος Medium diacritics: τρυγήσιμος Low diacritics: τρυγήσιμος Capitals: ΤΡΥΓΗΣΙΜΟΣ
Transliteration A: trygḗsimos Transliteration B: trygēsimos Transliteration C: trygisimos Beta Code: trugh/simos

English (LSJ)

τρυγήσιμον, ripe for gathering, EM271.32, Hsch. s.v. διατρύγιος, Glossaria.

Greek (Liddell-Scott)

τρῠγήσιμος: -ον, ὥριμος πρὸς τρύγησιν, Ἐτυμολ. Μέγ. 271. 32, Ἡσύχ. ἐν λέξ. διατρύγιος.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρυγήσιμος, -η, -ον, ΝΑ τρύγησις
(για καρπούς) κατάλληλος για τρύγηση, για συγκομιδή («τρυγήσιμα σταφύλια»).

German (Pape)

ον, lesbar, zur Ernte od. Weinlese reif, EM. 271.32.