τσιμπίδα
From LSJ
ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation
Greek Monolingual
η, Ν
1. κάθε είδους λαβίδα
2. (ειδικά) πυράγρα, πυρολαβίδα, μασιά
3. φρ. α) «τον έπιασε η τσιμπίδα»
ί) τον συνέλαβαν
ii) έγινε αντικείμενο αυστηρής κριτικής
β) «με την τσιμπίδα πας» — λέγεται σε κάποιον όταν αυτός επιζητεί επίμονα αφορμή φιλονικίας
γ) «δεν τὸν πιάνει τσιμπίδα» — λέγεται για άτομο πολύ βρόμικο ή διεφθαρμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ἐμπίς, ἐμπίδος «είδος εντόμου», κατ' επίδραση του τσιμπώ].