ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart
ὁ, Μ(κωμική λ.) (ως ονομασία ποντικού) αυτός που γλείφει το τυρί.[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + -λοιχός (< λείχω), πρβλ. αἱματολοιχός].