Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
ὁ, Μ
(κωμική λ.) (ως ονομασία ποντικού) αυτός που γλείφει το τυρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + -λοιχός (< λείχω), πρβλ. αἱματολοιχός].