υγραίνω

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171

Greek Monolingual

ὑγραίνω ΝΜΑ, και ογραίνω Ν υγρός
1. καθιστώ κάτι υγρό, νοτίζω
2. διαβρέχω, διαποτίζω
νεοελλ.-μσν.
παθ. υγραίνομαι
μτφ. αποχαυνώνομαι από διάθεση για ερωτικό σμίξιμο
αρχ.
1. βουτώ κάτι μέσα σε ένα υγρό, το βρέχω («πηγαῖσιν οὐχ ὑγραίνουσι πόδας», Ευρ.)
2. ιατρ. προξενώ ευκοιλιότητα
3. (στην ποίηση) (για ποταμό) ποτίζω μια χώρα, αρδεύω
4. παθ. α) (για το νερό) συγκεντρώνομαι σε λίμνες ή σε δεξαμενές
β) (για στερεά) μετατρέπομαι σε υγρό, υγροποιούμαι.