υγροστάτης

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
σύστημα αυτόματου ελέγχου της υγρασίας του αέρα, το οποίο χρησιμοποιείται στις εγκαταστάσεις κλιματισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hygrostat < υγρός + -στάτης (< ἵστημι), πρβλ. θερμοστάτης].