υλοποίηση
From LSJ
ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched
Greek Monolingual
η, Ν
1. η μετατροπή σε ύλη
2. πραγματοποίηση, εφαρμογή
3. (στον πνευματισμό) η μεταβολή του ψυχικού ρευστού του μεσάζοντα σε εκτόπλασμα, ο σχηματισμός κατά ένα πνευματικό πείραμα ενός φαντάσματος που έχει την εμφάνιση ζωντανού όντος
4. φρ. «υλοποίηση της ενέργειας»
φυσ. η εξαφάνιση μιας ορισμένης ποσότητας ενέργειας και η ταυτόχρονη εμφάνιση ισοδύναμης μάζας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υλοποιώ. Η λ., στον λόγιο τ. ὑλοποίησις, μαρτυρείται από το 1878 στον Ν. Κοτζιά].