υπέρα

From LSJ

Greek Monolingual

η / ὑπέρα, ΝΑ
σχοινί του οποίου το ένα άκρο είναι στερεωμένο στην κεραία ή στο ψηλότερο σημείο του κέρατος του τετράγωνου ιστίου τών ιστιοφόρων πλοίων
αρχ.
1. στον πληθ. αἱ ὑπέραι
τα σχοινιά που ήταν δεμένα στα άκρα τών επικρίων για να διευκολύνεται η κίνηση τών ιστίων με τη φορά του ανέμου («ἐν δ' ὑπέρας τε κάλους τε πόδας τ' ἐνέδησεν ἐν αὐτῇ, Ομ. Οδ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) τὰ ὕπερα
3. παροιμ. «ἀφεὶς τὴν ὑπέραν τὸν πόδα διώκει» — αφήνει τα σπουδαία και ασχολείται με τα ασήμαντα (Υπερείδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπέρ + κατάλ. -α τών θηλ.].