υστερόφωνος
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
-ον, ΜΑ
αυτός που αντηχεί μετά από κάποιον άλλο
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑστερόφωνον
η αντήχηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + -φωνος
(< φωνή), πρβλ. ἀγριόφωνος, ὁμόφωνος].