υψόμετρο
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
Greek Monolingual
το, Ν
1. (τοπογρ.) αριθμός που δείχνει με ακρίβεια, σε μέτρα, το πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας ύψος ενός σημείου της επιφάνειας της Γης
2. (αεροπ.) βασικό όργανο κάθε αεροσκάφους που δείχνει σε κάθε στιγμή το ύψος στο οποίο πετάει το σκάφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψος / ὕψι «ψηλά» + μέτρο. Η λ. στον λόγιο τ. ὑψόμετρον μαρτυρείται από το 1866 σε Οδηγίες προς χρήσιν τυφεκίων].