φαρμακοπώλης

From LSJ

Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut

Menander, Monostichoi, 218
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαρμᾰκοπώλης Medium diacritics: φαρμακοπώλης Low diacritics: φαρμακοπώλης Capitals: ΦΑΡΜΑΚΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: pharmakopṓlēs Transliteration B: pharmakopōlēs Transliteration C: farmakopolis Beta Code: farmakopw/lhs

English (LSJ)

φαρμακοπώλου, ὁ, druggist, pharmacist, apothecary, Ar.Nu.767, Critias Fr. 70 D., Theopomp.Com.2, Aeschin.3.162, Phld.Rh.1.34 S., etc.

German (Pape)

[Seite 1256] ὁ, der φάρμακα, Arzneimittel, Gifte, Schminke, Malerfarben, Gewürze u. s. w. verkauft, Ar. Nubb. 756.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
pharmacien.
Étymologie: φάρμακον, πωλέω.

Russian (Dvoretsky)

φαρμᾰκοπώλης:торговец снадобьями Arph., Aeschin.

Greek (Liddell-Scott)

φαρμᾰκοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν φάρμακα, Ἀριστοφ. Νεφ. 776· φαρμακοπώλου Μεγαρικοῦ Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «’Αλθαίᾳ» 1, Αἰσχίν. 76, 36, κλπ.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
πωλητής ακατέργαστων φαρμάκων και ιδιοσκευασμάτων
αρχ.
πωλητής φαρμάκων, δηλητηρίων, ψιμυθίων, χρωμάτων, βοτάνων κ.ά. παρεμφερών προϊόντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + -πώλης].

Greek Monotonic

φαρμᾰκοπώλης: -ου, ὁ, αυτός που πουλά φάρμακα, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

φαρμᾰκο-πώλης, ου, ὁ,
a dealer in drugs, Ar.

English (Woodhouse)

seller of drugs

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)