φαρμακοπώλης
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
English (LSJ)
φαρμακοπώλου, ὁ, druggist, pharmacist, apothecary, Ar.Nu.767, Critias Fr. 70 D., Theopomp.Com.2, Aeschin.3.162, Phld.Rh.1.34 S., etc.
German (Pape)
[Seite 1256] ὁ, der φάρμακα, Arzneimittel, Gifte, Schminke, Malerfarben, Gewürze u. s. w. verkauft, Ar. Nubb. 756.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
pharmacien.
Étymologie: φάρμακον, πωλέω.
Russian (Dvoretsky)
φαρμᾰκοπώλης: ὁ торговец снадобьями Arph., Aeschin.
Greek (Liddell-Scott)
φαρμᾰκοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν φάρμακα, Ἀριστοφ. Νεφ. 776· φαρμακοπώλου Μεγαρικοῦ Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «’Αλθαίᾳ» 1, Αἰσχίν. 76, 36, κλπ.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
πωλητής ακατέργαστων φαρμάκων και ιδιοσκευασμάτων
αρχ.
πωλητής φαρμάκων, δηλητηρίων, ψιμυθίων, χρωμάτων, βοτάνων κ.ά. παρεμφερών προϊόντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + -πώλης].
Greek Monotonic
φαρμᾰκοπώλης: -ου, ὁ, αυτός που πουλά φάρμακα, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
φαρμᾰκο-πώλης, ου, ὁ,
a dealer in drugs, Ar.