φαρμακοφόρος

From LSJ

ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαρμᾰκοφόρος Medium diacritics: φαρμακοφόρος Low diacritics: φαρμακοφόρος Capitals: ΦΑΡΜΑΚΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: pharmakophóros Transliteration B: pharmakophoros Transliteration C: farmakoforos Beta Code: farmakofo/ros

English (LSJ)

φαρμακοφόρον, producing drugs, Eust.1415.54.

German (Pape)

[Seite 1257] Arzneimittel, Gift hervorbringend, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

φαρμακοφόρος: -ον, ὁ φέρων, παράγων φάρμακα, περὶ τῆς Ἐφύρας, «ἐκ ταύτης φασί τινες τὸν Ὀδυσσέα λαβεῖν ἀνδροφόνα φάρμακα λέγοντες φαρμακοφόρον ποτὲ γενέσθαι αὐτὴν, διὰ τὸ ἐκεῖ κατοικῆσαι τὴν Μήδειαν» Εὐστ. 1415 55.

Greek Monolingual

-ον, Μ
(ως προσωνυμία της Εφύρας) αυτός που παράγει φάρμακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + -φόρος].