φαύσκω

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαύσκω Medium diacritics: φαύσκω Low diacritics: φαύσκω Capitals: ΦΑΥΣΚΩ
Transliteration A: phaúskō Transliteration B: phauskō Transliteration C: faysko Beta Code: fau/skw

English (LSJ)

cited in EM673.51, al., but only found in the compounds δια-, ἐπι-, ὑπο-φαύσκω, and in redupl. πιφαύσκω.

German (Pape)

[Seite 1259] = φαύω, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

φαύσκω: μνημονεύεται ἐν τῷ Μ. Ἐτυμ., κλπ., ἀλλ’ εὕρηται μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις δια-, ἐπι-, ὑποφαύσκω καὶ ἐν τῷ ἀναδεδιπλ. τύπῳ πιφαύσκω. Πρβλ. φώσκω.

Greek Monolingual

Α
φαύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαF- (< ΙΕ ρίζα bhә2-w- «λάμπω, φωτίζω» [βλ. λ. φως]) + ενεστωτικό επίθημα -σκω (πρβλ. και πι-φαύσκω με ενεστωτικό διπλασιασμό)].