φερεστάφυλος
Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
English (LSJ)
[ᾰ], ον, bearing bunches of grapes, Ἐρυθραί Archestr.Fr.4.17; of Dionysus, AP9.363.11 (Mel.), Opp.C.3.79.
German (Pape)
[Seite 1261] Weintrauben tragend, bringend; Διόνυσος Mel. 110 (IX, 363); Macho bei Ath. III, 112 b.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui apporte ou produit des raisins.
Étymologie: φέρω, σταφυλή.
Russian (Dvoretsky)
φερεστάφῠλος: (ᾰ) несущий или приносящий виноград (Διόνυσος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
φερεστάφῠλος: -ον, ὁ φέρων σταφυλάς, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 112Β, Ἀνθ. Π. 9. 363, 11, Ὁππ., κτλ.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για τον Διόνυσο) αυτός που έχει ή παράγει σταφύλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -στάφυλος (< σταφυλή), πρβλ. φιλοστάφυλος].
Greek Monotonic
φερεστάφῠλος: -ον (σταφυλή), αυτός που φέρει τσαμπιά από σταφύλια, σε Ανθ.