φθειροκτόνος

From LSJ

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184

Greek Monolingual

-α, -ο / φθειροκτόνος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
αυτός που εξολοθρεύει τις ψείρες («φθειροκτόνο φάρμακο»)
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ φθειροκτόνον
το φυτό φθείριον, σταφισαγρία, κν. σήμερα ψειροβότανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φθείρ, φθειρός + -κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. μυοκτόνος.