φθειροκτόνος

From LSJ

κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung

Source

Greek Monolingual

-α, -ο / φθειροκτόνος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
αυτός που εξολοθρεύει τις ψείρες («φθειροκτόνο φάρμακο»)
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ φθειροκτόνον
το φυτό φθείριον, σταφισαγρία, κν. σήμερα ψειροβότανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φθείρ, φθειρός + -κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. μυοκτόνος.