φθορέας

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source

Greek Monolingual

φθορέας, ο / φθορεύς, -έως, ΝΜΑ
1. αυτός που επιφέρει σταδιακή καταστροφή
2. διαφθορέας
νεοελλ.
(αερον.) μικρή στενή πλάκα ή σειρά από πλάκες ή άλλη διάταξη που προεξέχει από την επάνω επιφάνεια της πτέρυγας ή από την άτρακτο αεροπλάνου και η οποία χρησιμεύει για να αυξάνει την οπισθέλκουσα, υποβοηθώντας έτσι την επιβράδυνση του αεροπλάνου, αλλ. αερόφρενο ή αεροπέδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φθοράφθόρος) + κατάλ. -εύς).