Φιλόπονος ἴσθι καὶ βίον κτήσῃ καλόν → Si non laboris te piget, vives bene → Sei arbeitsam, dann hast du reichlich Lebensgut
-α, -ο, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φίδι
2. μτφ. α) λεπτός και ευλύγιστος σαν φίδι («φιδήσιο κορμί»)
β) ελικοειδής («φιδήσιος δρόμος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φίδι + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. αλογήσιος)].