Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φιλόγαμος

From LSJ

Ξένον ἀδικήσῃς μηδέποτε καιρὸν λαβών → Occasione laedito nulla hospitem → Tu keinem Fremden Unrecht trotz Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 397
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόγᾰμος Medium diacritics: φιλόγαμος Low diacritics: φιλόγαμος Capitals: ΦΙΛΟΓΑΜΟΣ
Transliteration A: philógamos Transliteration B: philogamos Transliteration C: filogamos Beta Code: filo/gamos

English (LSJ)

φιλόγαμον, longing for marriage, μνηστῆρες E.IA392 (troch.).

German (Pape)

[Seite 1278] heirathslustig, μνηστῆρες Eur. I. A. 392.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ami du mariage.
Étymologie: φίλος, γάμος.

Russian (Dvoretsky)

φιλόγαμος: жаждущий бракосочетания (μνηστῆρες Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόγᾰμος: -ον, ὁ φιλῶν ἢ σφόδρα ἐπιθυμῶν τὸν γάμον, φιλόγαμοι μνηστῆρες Εὐρ. Ι. Α. 392.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που επιθυμεί έντονα τον γάμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -γαμος (< γάμος), πρβλ. μελλόγαμος].

Greek Monotonic

φῐλόγᾰμος: -ον, αυτός που λαχταρά το γάμο, σε Ευρ.

Middle Liddell

φῐλό-γᾰμος, ον,
longing for marriage, Eur.