φλογόλευκος

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλογόλευκος Medium diacritics: φλογόλευκος Low diacritics: φλογόλευκος Capitals: ΦΛΟΓΟΛΕΥΚΟΣ
Transliteration A: phlogóleukos Transliteration B: phlogoleukos Transliteration C: flogolefkos Beta Code: flogo/leukos

English (LSJ)

φλογόλευκον, flame-coloured mixed with white, Poll.7.129, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1292] feuerfarbig, mit weiß gemischt, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

φλογόλευκος: -ον, ὁ ἔχων χρῶμα φλογῶδες μεμιγμένον μετὰ λευκοῦ, Πολυδ. Ζ΄, 127· «φλογόλευκον, ἐρυθρόλευκον» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-η, -ο / φλογόλευκος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει το χρώμα φλόγας η οποία αποκλίνει προς το λευκό
νεοελλ.
αυτός που έχει πυρακτωθεί ώσπου να πάρει λευκό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + λευκός.