φοβερόφθαλμος

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source

German (Pape)

[Seite 1294] = Folgdm, Erkl. von γλαυκὸς δράκων, Schol. Pind. Ol. 8, 37.

Greek Monolingual

-ον, Α αυτός του οποίου τα μάτια προξενούν φόβο, φοβερόμματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοβερός + ὀφθαλμός (πρβλ. μεγαλόφθαλμος, μονόφθαλμος)].