φταίχτης

From LSJ

Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it

Source

Greek Monolingual

και φταίστης, ο, θηλ. φταίχτρα, Ν
αυτός που φταίει σε κάτι, ένοχος, υπαίτιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φταιξ- του αορ. έφταιξ-α του ρ. φταίω (πρβλ. παίχτης). Ο τ. φταίστης κατ' επίδραση του πταίστης (< πταίω)].