φυσίγγιο
From LSJ
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
Greek Monolingual
το, Ν
1. πυρομαχικά πολεμικού ή κυνηγετικού όπλου, που περιλαμβάνει, σε ενιαίο σύνολο, βλήμα και προωθητική γόμωση, εγκλεισμένα σε περίβλημα ή σε κάλυκα εφοδιασμένον με εμπύρευμα
2. (ηλεκτρολ.-τεχνολ.) ανταλλακτικό στοιχείο αποζεύκτη κυκλώματος με ευτηκτική ασφάλεια, αποτελούμενο από κυλινδρικό μονωτικό περίβλημα εφοδιασμένο στα άκρα του με μεταλλικές επαφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσίγγη < φῦσιγξ. Η λ., στον λόγιο τ. φυσίγγιον, μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή].