φωνάριον

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωνάριον Medium diacritics: φωνάριον Low diacritics: φωνάριον Capitals: ΦΩΝΑΡΙΟΝ
Transliteration A: phōnárion Transliteration B: phōnarion Transliteration C: fonarion Beta Code: fwna/rion

English (LSJ)

τό, Dim. of φωνή, Clearch.Com. 2, AP5.131 (Phld.).

German (Pape)

[Seite 1322] τό, dim. von φωνή, Stimmchen; Philodem. 21 (V, 132); Clearch. com. bei Ath. XIV, 623 c.

Russian (Dvoretsky)

φωνάριον: (ᾰ) τό голосок Anth.

Greek (Liddell-Scott)

φωνάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ φωνή, «γόγγρων τε λευκῶν πᾶσι τοῖς κολλώδεσι βόχθιζε· τούτοις γὰρ τρέφεται τὸ πνεῦμα καὶ τὸ φωνάριον ἡμῶν περίσαρκον γίνεται» Κλέαρχος ἐν «Κιθαρῳδῷ» 2, Ἀνθ. Παλατ. 5. 132.

Greek Monolingual

τὸ, Α
υποκορ. σιγανή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + υποκορ. κατάλ. –άριον (πρβλ. παιδάριον)].