φωσφορίζω

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source

Greek Monolingual

Ν φωσφόρος
1. εκπέμπω λάμψη φωσφορική, λαμπυρίζω
2. φρ. «φωσφορίζουσα ουσία»
χημ. στερεά ουσία η οποία εκπέμπει φως, δηλαδή που παρουσιάζει το φαινόμενο του φωσφορισμού, όταν εκτίθεται σε μία ακτινοβολία, λ.χ. σε υπεριώδη ακτινοβολία.