φόρα
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
Greek Monolingual
(I)
Ν
επίρρ. (κυρίως φρ.) α) «τά βγάζω στη φόρα [ή στα φόρα]» και «βγάζω τ' άπλυτα στη φόρα» — αποκαλύπτω μυστικά, συνήθως επιλήψιμα
β) «φόρα το μαχαίρι» και «φόρα το κουμπούρι του» — έβγαλε το μαχαίρι ή το κουμπούρι του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. forum «αγορά» (πρβλ. φόρος)].
(II)
η, Ν
1. ορμή, δύναμη (α. «φυσάει τ' αεράκι μ' ανάλαφρη φόρα», Μαβίλ.
β. «έπεσε πάνω του με φόρα»)
2. (ιδίως σχετικά με αθλητή) προπαρασκευαστική κίνηση για ρίψη ακοντίου ή σφαίρας ή για άλμα, παλμός («πήρε πολλή φόρα και έριξε το ακόντιο πολύ μακριά»)
3. φρ. «πήρε φόρα» — λέγεται γι' αυτόν που μιλάει ακατάσχετα ή κάνει κάτι άλλο χωρίς να σταματά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φορά, με αναβιβασμό του τόνου].