χαμαικλινής

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαικλῐνής Medium diacritics: χαμαικλινής Low diacritics: χαμαικλινής Capitals: ΧΑΜΑΙΚΛΙΝΗΣ
Transliteration A: chamaiklinḗs Transliteration B: chamaiklinēs Transliteration C: chamaiklinis Beta Code: xamaiklinh/s

English (LSJ)

χαμαικλινές, lying on the ground, lying flat, κάλαμοι Megasth.13; creeping, καυλοί Dsc. 4.71.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαικλῐνής: -ές, ὁ χαμαὶ κλίνων, καλάμους μῆκος μὲν τριάκοντα ὀργυιῶν τοὺς ὀρθίους, τοὺς δὲ χαμαικλινεῖς πεντήκοντα Στράβ. 710.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που κλίνει προς τα κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + -κλινής (< κλίνω), πρβλ. παλιγκλινής].

German (Pape)

ές, auf der Erde liegend, niedrig, Strab. XV.