χαμορείκι

From LSJ

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source

Greek Monolingual

το, Ν
βοτ. κοινή ονομασία είδους του φυτού ερείκη και, ειδικότερα, του Erica verticillata, που απαντά σε όλη τη Χώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. χάμω (βλ. λ. χαμαι-) + ρείκι].