Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χειμερίαση

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

η, Ν
1. ιατρ. κατάσταση επιβράδυνσης της ζωής, που προκαλείται με φαρμακευτικά και φυσικά μέσα σε έναν ομοιόθερμο οργανισμό και συνεπάγεται ελάττωση του μεταβολισμού, τών οξειδώσεων και της κεντρικής θερμοκρασίας του σώματος, με ταυτόχρονη διατήρηση της ζωής και της κυτταρικής διεγερσιμότητας
2. (κατ' επέκτ.) το σύνολο τών μεθόδων με τις οποίες επιτυγχάνεται η παραπάνω κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειμέριος + κατάλ. -ίαση].