χορτοπώλης
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
English (LSJ)
χορτοπώλου, ὁ, = χορτοπράτης (hay-dealer), PLond. 3.1177.254 (ii AD).
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
πωλητής χόρτου, πωλητής σανού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + -πώλης].