χρέωση

From LSJ

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source

Greek Monolingual

η, Ν χρεώνω
1. η επιβάρυνση κάποιου με χρέος, καταγραφή χρηματικού ποσού ως χρέους
2. φρ. «λογιστική χρέωση» — η εγγραφή ενός ποσού στο οικείο σκέλος ενός λογαριασμού.