χρεωκοπίδης
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
English (LSJ)
χρεωκοπίδου, ὁ, one who cancels his debts, an insolvent: esp. said of those friends of Solon at Athens, who took advantage of his σεισάχθεια, Plu.Sol.15.
German (Pape)
[Seite 1371] ὁ, der Schuldenaufheber; bes. hießen in Athen die Freunde des Solon so, die seine σεισάχθεια einführen halfen, Plut. Sol. 15; eigtl. der seine Schulden unbezahlt läßt, der Bankerutirer.
Russian (Dvoretsky)
χρεωκοπίδης: ου ὁ уменьшитель задолженности (преимущ. о Солоне и сторонниках его σεισάχθεια) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
χρεωκοπίδης: -ου, ὁ, ὁ χρεωκοπῶν, ὁ διαγράφων τὰ χρέη του χωρὶς νὰ τὰ πληρώσῃ, ὁ ἀρνούμενος πληρωμὴν χρεῶν· οὕτω μάλιστα ἐκαλοῦντο ἐν Ἀθήναις οἱ φίλοι τοῦ Σόλωνος οἱ τρέψαντες εἰς ἰδίαν ὠφέλειαν τὴν ὑπ’ αὐτοῦ νομοθετηθεῖσαν σεισάχθειαν, Πλουτ. Σόλων 15.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(στην Αθήνα) (κυρίως ως προσωνυμία φίλων του Σόλωνος οι οποίοι είχαν επωφεληθεί από το νομοθετικό μέτρο της σεισάχθειας) αυτός που διαγράφει τα χρέη του χωρίς να τά έχει πληρώσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρεωκόπος + κατάλ. -ίδης τών πατρωνυμικών].
Greek Monotonic
χρεωκοπίδης: -ου, ὁ (κόπτω), αυτός που αναβάλλει την εξόφληση των χρεών του, χρεωκοπημένος, σε Πλούτ.
Middle Liddell
χρεω-κοπίδης, ου, ὁ, κόπτω
one who cancels his debts, an insolvent, Plut.