χρηματοδότης
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
ο, θηλ. χρηματοδότρια, Ν
φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρέχει τα αναγκαία για τη λειτουργία μιας επιχείρησης ή για τη διεξαγωγή μιας δραστηριότητας χρηματικά μέσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρήμα, χρήματος + δότης (πρβλ. αιμοδότης). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].