χυδαιόγλωσσος

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που χρησιμοποιεί χυδαία, απρεπή γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χυδαίος + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. κακό-γλωσσος. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στον Χρ. Φιλητά].