χωριάτικος

From LSJ

Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck

Menander, Monostichoi, 181

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν χωριάτης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χωριάτη ή στο χωριό («χωριάτικο σπίτι»)
2. αυτός που προέρχεται από το χωριό («χωριάτικα έθιμα»)
3. εκείνος που παράγεται ή κατασκευάζεται στο χωριό ή είναι παρόμοιος με αυτόν («χωριάτικο ψωμί»)
4. μτφ. βάναυσος, άξεστος, ανάγωγος («χωριάτικη συμπεριφορά»).
επίρρ...
χωριάτικα Ν
με χωριατιά, με απρέπεια, με αγένεια.