ψελλιστής

From LSJ

πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψελλιστής Medium diacritics: ψελλιστής Low diacritics: ψελλιστής Capitals: ΨΕΛΛΙΣΤΗΣ
Transliteration A: psellistḗs Transliteration B: psellistēs Transliteration C: psellistis Beta Code: yellisth/s

English (LSJ)

ψελλιστοῦ, ὁ,
A stammerer, Glossaria
II of horses who injure their hoofs in the stable, ψελλισταὶ οἱ λεγόμενοι Hippiatr.10 (v.l. ψυλλισταί, κονδυλισταί).

Greek (Liddell-Scott)

ψελλιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ψελλίζων, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ, ψελλίζω
άτομο που δυσκολεύεται να μιλήσει
μσν.
άλογο του οποίου οι οπλές υπέστησαν πληγές μέσα στον στάβλο.