ψιλόπλευρον

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῑλόπλευρον Medium diacritics: ψιλόπλευρον Low diacritics: ψιλόπλευρον Capitals: ΨΙΛΟΠΛΕΥΡΟΝ
Transliteration A: psilópleuron Transliteration B: psilopleuron Transliteration C: psiloplevron Beta Code: yilo/pleuron

English (LSJ)

τό, = armus, ofella, ofla, Glossaria.

Greek Monolingual

τὸ, πληθ. και ψιλήπλευρα, ΜΑ
1. άρθρωση
2. ώμος
3. πλευρά αλόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. αμάρτυρου επιθ. ψιλόπλευρος < ψιλός + -πλευρος (< πλευρόν), πρβλ. πλατύπλευρον].