ψυθίζω

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source

German (Pape)

[Seite 1402] = ψιθυρίζω, zischeln, flüstern, zuflüstern, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ψῠθίζω: ψιθυρίζω, «ψυθιζομένων· γογγυζόντων» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
1. ψιθυρίζω, μουρμουρίζω
2. (το αρσ. μτχ. γεν. πληθ. μέσ. ενεστ.) ψυθιζομένων
(κατά τον Ησύχ.) «γογγυζόντων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη βαθμίδα του ψεύδομαι (πρβλ. ψύθος), με δασεία οδοντική παρέκταση -θ- (πρβλ. ψιθυρίζω)].