ψυχανθή

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source

Greek Monolingual

τα, Ν
βοτ. άλλη ονομασία της οικογένειας φαβίδες της τάξης φυτών φαβώδη, αλλ. παπιλιονίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή «πεταλούδα» + άνθος. Η λ., που είναι απόδοση διεθνούς επιστημον. όρου, πρβλ. νεολατ. papillionaceae, μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].